επιβάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιβάτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιβάτης οι επιβάτες
      γενική του επιβάτη των επιβατών
    αιτιατική τον επιβάτη τους επιβάτες
     κλητική επιβάτη επιβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επιβάτες λεωφορείου
επιβάτες μετρό
επιβάτες αεροπλάνου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβάτης (αρχαία σημασία: στρατιώτης μέσα σε πλοίο)[1] < ἐπιβαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + -βάτης (βαίνω).

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈva.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐βά‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιβάτης αρσενικό (θηλυκό επιβάτισσα, επιβάτρια ή επιβάτιδα λογιότερο)

  • αυτός που κινείται με ένα μεταφορικό μέσο, ιδιωτικό ή δημόσιο, χωρίς να το οδηγεί ο ίδιος (και εφόσον δεν αποτελεί μέλος του πληρώματος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη επιβαίνω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]