passionnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό passionnel passionnels
θηλυκό passionnelle passionnelles

Επίθετο[επεξεργασία]

passionnel (fr)

  • που προκαλείται από πάθος, από μεγάλη αγάπη
    crime passionnel - έγκλημα πάθους