patère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

patère < λατινική patera (δοχείο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
patère patères

patère (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) ιερό δοχείο που χρησιμοποιούνταν στις θυσίες
  2. (τεχνολογία) ξύλινη ή μεταλλική βάση πάνω στην οποία στηρίζονται κρεμάστρες, λάμπες, κ.α.