pectoral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pectoral < λατινική pectoralis
Επίθετο[επεξεργασία]
pectoral (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
pectoral < λατινική pectoralis
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pectoral | pectoraux |
θηλυκό | pectorale | pectorales |
pectoral (fr)