pee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pee (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
pee (en)
- κάνω το πιπί μου, κατουρώ