κατουρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατουρώ < αρχαία ελληνική κατουρῶ < (κατά + οὐρῶ)
Ρήμα[επεξεργασία]
κατουρώ και κατουράω , πρτ.: κατουρούσα, στ.μέλλ.: θα κατουρήσω, αόρ.: κατούρησα, παθ.φωνή: κατουριέμαι, μτχ.π.π.: κατουρημένος
- ουρώ, αποβάλλω τα ούρα από το αντίστοιχο όργανο
- Είδα έναν φαντάρο που, για να ζεστάνει τα χέρια του, τα κατουρούσε. (Β. Καραζάνος, Από την ζωή μου στον Πόλεμο: Αλβανία, 1940-1941, 2007)
- (μεταφορικά) περιφρονώ τελείως, δεν δίνω σημασία
- Ἐμούτζωσε τὴ θάλασσα καὶ τήνε κατουράει. (Ν. Καββαδίας, «Θεσσαλονίκη ΙΙ», Τραβέρσο, 1975)
- (μεταφορικά) τρομάζω πολύ από φόβο ή εξαιτίας προηγούμενης επώδυνης εμπειρίας
- Δύναμη ἔχει καὶ τ' ἄλογό μου, εἶπεν ὁ Tζουμᾶς· μὰ σὰν πιάσω τὸ καμουτσίκι, αἷμα κατουράει. (Α. Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897)
- Μόλις σήκωσε τη βέργα να τη χτυπήσει, από την τρομάρα της κατουρήθηκε. (Λ. Χρέλιας, Όλη η Ελλάδα είναι ένα πατάρι, 1998)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κατουράω στο (σε) πηγάδι: κάνω κάποια ζημιά με επιπτώσεις σε πολλούς· συνήθως λέγεται όταν κάποιος αναρωτιέται γιατί τον αποφεύγει ή τον κακολογεί ο περίγυρός του
- Μα τι έκανα; Στο πηγάδι κατούρησα;
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι: όποιος κάνει κακό, θα το πληρώσει αργότερα (λαϊκή παροιμία)
- όταν είδε η σκύλα το λαγό, τότε κάθισε να κατουρήσει: εγκαταλείπω κάτι επείγον και ουσιώδες με κάποια επουσιώδη πρόφαση (λαϊκή παροιμία)
- Ο Ησίοδος <<Έργα και ημέραι 760>> αναφέρει:Μηδέ ποτ' εν προχοής ποταμών άλαδε προρεόντων μηδ' επί κρηνάων ουρείν, μάλα δ' εξαλέασθαι, μηδ' εναποψύχειν, το γαρ ου τοι λώιόν εστιν.(Και μήτε ποτέ στο βγάλμα των ποταμών που χύνονται στη θάλασσα, μήτε στις πηγές να κατουρείς, -πάρα πολύ να τ' αποφεύγεις αυτό,-μήτε να κολυμπάς, γιατί δεν είναι τούτο προς καλού σου. Μετάφραση: Παναγή Λεκατσά)
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατουράω - κατουρώ | κατουρούσα - κατούραγα | θα κατουράω - κατουρώ | να κατουράω - κατουρώ | κατουρώντας | |
β' ενικ. | κατουράς | κατουρούσες - κατούραγες | θα κατουράς | να κατουράς | κατούρα - κατούραγε | |
γ' ενικ. | κατουράει - κατουρά | κατουρούσε - κατούραγε | θα κατουράει - κατουρά | να κατουράει - κατουρά | ||
α' πληθ. | κατουράμε - κατουρούμε | κατουρούσαμε - κατουράγαμε | θα κατουράμε - κατουρούμε | να κατουράμε - κατουρούμε | ||
β' πληθ. | κατουράτε | κατουρούσαν - κατουράγατε | θα κατουράτε | να κατουράτε | κατουράτε | |
γ' πληθ. | κατουράν(ε) - κατουρούν(ε) | κατουρούσαν(ε) - κατούραγαν - κατουράγανε | θα κατουράν(ε) - κατουρούν(ε) | να κατουράν(ε) - κατουρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατούρησα | θα κατουρήσω | να κατουρήσω | κατουρήσει | ||
β' ενικ. | κατούρησες | θα κατουρήσεις | να κατουρήσεις | κατούρησε | ||
γ' ενικ. | κατούρησε | θα κατουρήσει | να κατουρήσει | |||
α' πληθ. | κατουρήσαμε | θα κατουρήσουμε | να κατουρήσουμε | |||
β' πληθ. | κατουρήσατε | θα κατουρήσετε | να κατουρήσετε | κατουρήστε | ||
γ' πληθ. | κατούρησαν κατουρήσαν(ε) |
θα κατουρήσουν(ε) | να κατουρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατουρήσει | είχα κατουρήσει | θα έχω κατουρήσει | να έχω κατουρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατουρήσει | είχες κατουρήσει | θα έχεις κατουρήσει | να έχεις κατουρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατουρήσει | είχε κατουρήσει | θα έχει κατουρήσει | να έχει κατουρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατουρήσει | είχαμε κατουρήσει | θα έχουμε κατουρήσει | να έχουμε κατουρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατουρήσει | είχατε κατουρήσει | θα έχετε κατουρήσει | να έχετε κατουρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατουρήσει | είχαν κατουρήσει | θα έχουν κατουρήσει | να έχουν κατουρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατουριέμαι | κατουριόμουν(α) | θα κατουριέμαι | να κατουριέμαι | ||
β' ενικ. | κατουριέσαι | κατουριόσουν(α) | θα κατουριέσαι | να κατουριέσαι | ||
γ' ενικ. | κατουριέται | κατουριόταν(ε) | θα κατουριέται | να κατουριέται | ||
α' πληθ. | κατουριόμαστε | κατουριόμαστε κατουριόμασταν |
θα κατουριόμαστε | να κατουριόμαστε | ||
β' πληθ. | κατουριέστε | κατουριόσαστε κατουριόσασταν |
θα κατουριέστε | να κατουριέστε | κατουριέστε | |
γ' πληθ. | κατουριούνται | κατουριόνταν(ε) κατουριούνταν κατουριόντουσαν |
θα κατουριούνται | να κατουριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατουρήθηκα | θα κατουρηθώ | να κατουρηθώ | κατουρηθεί | ||
β' ενικ. | κατουρήθηκες | θα κατουρηθείς | να κατουρηθείς | κατουρήσου | ||
γ' ενικ. | κατουρήθηκε | θα κατουρηθεί | να κατουρηθεί | |||
α' πληθ. | κατουρηθήκαμε | θα κατουρηθούμε | να κατουρηθούμε | |||
β' πληθ. | κατουρηθήκατε | θα κατουρηθείτε | να κατουρηθείτε | κατουρηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατουρήθηκαν κατουρηθήκαν(ε) |
θα κατουρηθούν(ε) | να κατουρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατουρηθεί | είχα κατουρηθεί | θα έχω κατουρηθεί | να έχω κατουρηθεί | κατουρημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατουρηθεί | είχες κατουρηθεί | θα έχεις κατουρηθεί | να έχεις κατουρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατουρηθεί | είχε κατουρηθεί | θα έχει κατουρηθεί | να έχει κατουρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατουρηθεί | είχαμε κατουρηθεί | θα έχουμε κατουρηθεί | να έχουμε κατουρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατουρηθεί | είχατε κατουρηθεί | θα έχετε κατουρηθεί | να έχετε κατουρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατουρηθεί | είχαν κατουρηθεί | θα έχουν κατουρηθεί | να έχουν κατουρηθεί |