Μετάβαση στο περιεχόμενο

κατουράω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κατουράω < κατουρ(ώ) + -άω, (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατουρῶ, συνηρημένος τύπος του κατουρέω < (κατά) κατ- + οὐρέω[1][2][3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.tuˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατουράω

κατουράω/κατουρώ, πρτ.: κατουρούσα/κατούραγα, αόρ.: κατούρησα, παθ.φωνή: κατουριέμαι, π.αόρ.: κατουρήθηκα, μτχ.π.π.: κατουρημένος

  1. ουρώ, αποβάλλω τα ούρα από το αντίστοιχο όργανο
     συνώνυμα: κάνω τσίσια, κάνω πιπί
  2. (στην παθητική φωνή)  δείτε κατουριέμαι δεν μπορώ να συγκρατήσω τα ούρα μου
      έκφραση: κατουριέμαι πάνω μου
  3. (μεταφορικά) περιφρονώ τελείως, δεν δίνω σημασία
      Ἐμούτζωσε τὴ θάλασσα καὶ τήνε κατουράει. (Νίκος Καββαδίας, «Θεσσαλονίκη ΙΙ», Τραβέρσο, 1975)
  4. (αργκό, στην προστακτική) αφήνω κάποιον ήσυχο
      Άι κατούρα μας! Άντε και χέσε μας!
     συνώνυμα: χέζω
  5. (μεταφορικά, κυρίως στην παθητική φωνή, με υπερβολή)  δείτε κατουριέμαι
    1. τρομάζω πολύ, σαν να κατουριέμαι από φόβο ή εξαιτίας προηγούμενης επώδυνης εμπειρίας
        Κατουρήθηκα απ' το φόβο μου· χέστηκα πάνω μου!
        Δύναμη ἔχει καὶ τ' ἄλογό μου, εἶπεν ὁ Tζουμᾶς· μὰ σὰν πιάσω τὸ καμουτσίκι, αἷμα κατουράει. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, 1897)
       συνώνυμα: χέζομαι
    2. γελάω τόσο πολύ, που μπορεί να κατουρηθώ
  6. (παρωχημένο, ευφημισμός, ιδιωματικό) αφοδεύω, αποπατώ [4]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ουρώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κατουρώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. κατουρώ, -άω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. κατουρώ, κατουράω -  Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη. online στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ,1-2)
  4. κατουρώ, -έω. κατουράω σελ.3818 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)