κάτουρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάτουρο | τα | κάτουρα |
γενική | του | κάτουρου | των | κάτουρων |
αιτιατική | το | κάτουρο | τα | κάτουρα |
κλητική | κάτουρο | κάτουρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάτουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάτουρον < κατουρῶ (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.tu.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐του‐ρο
- τονικό παρώνυμο: κατουρώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάτουρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)