κατουριέμαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατουριέμαι < παθητική φωνή του ρήματος κατουράω/κατουρώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.tuɾˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐του‐ριέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κατουριέμαι, π.αόρ.: κατουρήθηκα, μτχ.π.π.: κατουρημένος, (ενεργ.: κατουράω/κατουρώ)
- παθητικές σημασίες του κατουράω
- αισθάνομαι ένα αίσθημα δυσφορίας, προειδοποιητικό του οργανισμού, που προκαλείται όταν έχουν μαζευτεί ούρα που πρέπει να τα αποβάλλω
- ⮡ Κατουριέμαι από την ώρα που ήρθαμε, αλλά σιχαίνομαι να πάω στην τουαλέτα του σταθμού.
- δεν μπορώ να συγκρατήσω τα ούρα μου τα οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, αποβάλλονται από μόνα τους
- ⮡ Τόσο μεγάλο παιδί και ακόμα κατουριέσαι το βράδυ;
Κλίση
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κατουράω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεν μπορώ να συγκρατήσω τα ούρα μου
|