urinate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | urinate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | urinates |
αόριστος | urinated |
παθητική μετοχή | urinated |
ενεργητική μετοχή | urinating |
Ρήμα
[επεξεργασία]urinate (en)
ενεστώτας | urinate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | urinates |
αόριστος | urinated |
παθητική μετοχή | urinated |
ενεργητική μετοχή | urinating |
urinate (en)