pele
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pele (lv)
- το ποντίκι
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pele | peles |
pele (pt) θηλυκό