pendable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pendable < pendavle < pendre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɑ̃.dabl/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pendable pendables

pendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό