pendable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pendable < pendavle < pendre
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendable | pendables |
pendable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) (για κατάδικο) που αξίζει να κρεμαστεί