pendre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pendre < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]pendre (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- pendable
- pendaison
- pendant
- pendeloque
- pendentif
- penderie
- pendiller
- pendillon
- pendoir
- pendouiller
- pendu - pendue
- pendulaire
- pendule
- penduler
- pendulette