pendentif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑ̃.dɑ̃.tif/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendentif | pendentifs |
pendentif (fr) αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) λοφίο· το (αντεστραμμένο) σφαιρικό (κοίλο) τρίγωνο ανάμεσα στα μεγάλα τόξα που υποστηρίζουν έναν θόλο
- παντατίφ, στολίδι που κρέμεται από μια αλυσίδα στον λαιμό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
pendentif στη γαλλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- pendentif - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé