pendeloque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pendeloque < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɑ̃.d(ə)lɔk/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pendeloque | pendeloques |
pendeloque (fr) θηλυκό
- κόσμημα που αναρτάται σε σκουλαρίκι
- διάκοσμος που αναρτάται σε πολυέλαιο