pension off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας pension off
γ΄ ενικό ενεστώτα pensions off
αόριστος pensioned off
παθητική μετοχή pensioned off
ενεργητική μετοχή pensioning off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pension off < → δείτε τις λέξεις pension και off

pension off (en)

  • (ειδικά βρετανικά αγγλικά) συνταξιοδοτώ, επιτρέπω ή αναγκάζω κάποιον να πάρει σύνταξη
    ⮡  The state pensions off public servants.
    Το κράτος συνταξιοδοτεί τους δημόσιους υπαλλήλους.
    ⮡  The employee is pensioned off after a certain number of years of service.
    Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.