pension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pension | pensions |
pension (en)
- η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
Ρήμα[επεξεργασία]
pension (en)
- → δείτε το phrasal verb pension off
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pension | pensions |
pension (en)
- η πανσιόν (μικρό ξενοδοχείο)
Πηγές[επεξεργασία]
- pension 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pension 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- pension 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pension | pensions |
pension (fr) θηλυκό
- χρηματικό ποσό που λαμβάνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα
- (Βέλγιο), (Λουξεμβούργο) η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
- η πανσιόν
- χρηματικό ποσό που κατατίθεται για την κατοικία και τη διατροφή κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
pension (eo)