pension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pension

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pension (en)

  1. η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
  2. η πανσιόν (μικρό ξενοδοχείο)
     συνώνυμα: boarding house



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pension pensions

pension (fr) θηλυκό

  1. χρηματικό ποσό που λαμβάνει κάποιος σε τακτά χρονικά διαστήματα
  2. (Βέλγιο), (Λουξεμβούργο) η σύνταξη (που παίρνει ένας συνταξιούχος)
  3. η πανσιόν
  4. χρηματικό ποσό που κατατίθεται για την κατοικία και τη διατροφή κάποιου

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

pension (eo)