pensio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pensio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pensio | pensioj |
αιτιατική | pension | pensiojn |
pensio (eo)
- η σύνταξη (το χρηματικό ποσό)