persolvo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- persolvo < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
persolvo (la)
- αποδίδω, απελευθερώνω
- αποκαλύπτω, λύνω
- πληρώνω, αποπληρώνω χρέη