petveturado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petveturado | petveturadoj |
αιτιατική | petveturadon | petveturadojn |
petveturado (eo)
- το οτοστόπ