photo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
photo photos

Ετυμολογία [επεξεργασία]

photo < σύντμηση της λέξης photograph

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

photo (en)

  • (στην καθομιλουμένη) η φωτογραφία
    Grandma showed us old photos.
    Η γιαγιά μάς έδειξε παλιές φωτογραφίες.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

photo < σύντμηση των λέξεων photographie και photographique

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

photo (fr)

  1. (στην καθομιλουμένη) φωτογραφικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
photo photos

photo (fr) θηλυκό

Viens voir une belle photo ! - Έλα να δεις μια όμορφη φωτογραφία!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]