phylum
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- phylum < αρχαία ελληνική φῦλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]phylum (en)
- (βιολογία) φύλο ή συνομοταξία (ταξινομική κατηγορία για τα ζώα, μία βαθμίδα κάτω από το βασίλειο)