pipo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pipo | pipoj |
αιτιατική | pipon | pipojn |
pipo (eo)
- η πίπα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pipo | pipoj |
αιτιατική | pipon | pipojn |
pipo (eo)