Μετάβαση στο περιεχόμενο

piramide

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piramide



      ενικός         πληθυντικός  
piramide piramidi

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piramide < αρχαία ελληνική πυραμίς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

piramide (it)