pismo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pismo (hr) ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (εκκλησιαστικός όρος) poslanica
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pismo (pl)
- η γραφή ως
- γραπτή αναπαράσταση του λόγου
- Αντώνυμα
- τρόπος γραφής
- γραπτή αναπαράσταση του λόγου
- η γραπτή αναφορά
- το έντυπο (συνήθης ονομασία για έντυπα που κυκλοφορούν όπως εφημερίδες, περιοδικά κλπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pismo (sr)
- λατινική γραφή του писмо
Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pismo (sl) ουδέτερο
- η επιστολή