placardiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- placardiser < placard
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pla.kaʁ.di.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
placardiser (fr) (μεταβατικό)
- απομακρύνω κάποιον ή κάτι από την επικαιρότητα, το(ν) κάνω να ξεχαστεί