placard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- placard < placart < plaquer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
placard | placards |
placard (fr) αρσενικό
- (γραπτό μήνυμα)
- πληροφοριακή αφίσα κολλημένη σε τοίχο ή πανό
- (παρωχημένο) υβριστικό μήνυμα που εμφανιζόταν πάνω σε τοίχο ή κυκλοφορούσε στο κοινό
- (οικείο) παχύ στρώμα ή πλάκα
- (ναυτικός όρος) κομμάτι ύφασμα που ράβεται εκεί όπου ένα πανί έχει σκιστεί
- (έπιπλο)
- ξύλινη επίστρωση που διακοσμεί την επιφάνεια μιας πόρτας
- η εντοιχισμένη ντουλάπα, το ερμάρι
- (αργκό) η φυλακή