plen-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plen- < γαλλική plein

plen- (eo)

Παράγωγα

[επεξεργασία]