plimulto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plimulto | plimultoj |
αιτιατική | plimulton | plimultojn |
plimulto (eo)
- lia partio perdis plimulton
- το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία