plumkusenego
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plumkusenego | plumkusenegoj |
αιτιατική | plumkusenegon | plumkusenegojn |
plumkusenego (eo)