pointu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointu | pointus |
θηλυκό | pointue | pointues |
pointu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pointu | pointus |
θηλυκό | pointue | pointues |
pointu (fr)