policano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | policano | policanoj |
αιτιατική | policanon | policanojn |
policano (eo)
- ο αστυνομικός, ο αστυφύλακας