policier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policier | policiers |
θηλυκό | policière | policières |
policier (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policier | policiers |
θηλυκό | policière | policières |
policier (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη police