polvosuĉilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | polvosuĉilo | polvosuĉiloj |
αιτιατική | polvosuĉilon | polvosuĉilojn |
polvosuĉilo (eo)