polyvalence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polyvalence | polyvalences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
polyvalence (fr) θηλυκό
- η δυνατότητα που έχει κάτι να χρησιμοποιείται σε πολλά πράγματα, να είναι πολλαπλών χρήσεων