pomo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pomo | pomoj |
αιτιατική | pomon | pomojn |
pomo (eo)
- το μήλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pomo | pomoj |
αιτιατική | pomon | pomojn |
pomo (eo)