popolnombrado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | popolnombrado | popolnombradoj |
αιτιατική | popolnombradon | popolnombradojn |
popolnombrado (eo)