postiche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
postiche | postiches |
postiche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που προστέθηκε αργότερα
- ακατάλληλος, που δεν ταιριάζει με κάποια κατάσταση
- (μεταφορικά) ψεύτικος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
postiche | postiches |
postiche (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
postiche | postiches |
postiche (fr) θηλυκό