Μετάβαση στο περιεχόμενο

poussage

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poussage poussages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

poussage (fr) αρσενικό