prepara
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prepara | preparaj |
αιτιατική | preparan | preparajn |
prepara (eo)
- preparaj laboroj, προπαρασκευαστικές εργασίες, προετοιμασίες