prepara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prepara < prepar + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική prepara preparaj
αιτιατική preparan preparajn

prepara (eo)

preparaj laboroj, προπαρασκευαστικές εργασίες, προετοιμασίες