prevalence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]prevalence (en)
- η επικράτηση
- η διάδοση
- (ιατρική) (για επιδημίες) η εξάπλωση, ο επιπολασμός
Δείτε επίσης : prévalence |
prevalence (en)