prey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prey (en)
- η λεία
Ρήμα[επεξεργασία]
prey (en) on/upon
- θηρεύω, κυνηγώ
- εκμεταλλεύομαι
- επιτίθεμαι (σε θύμα εγκλήματος)