bird of prey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bird of prey | birds of prey |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
bird of prey (en)
- το όρνιο, γενικός όρος για αρπακτικό πτηνό πχ. αετός, γύπας, κουκουβάγια κτλ.
- ↪ The birds of prey are cawing over the carcass.
- Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
- ↪ The birds of prey are cawing over the carcass.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- bird of prey στην αγγλική Βικιπαίδεια