pricing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pricing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η τιμή, η ενέργεια του να αποφασίζω πόσο θα χρεώνω για κάτι
    This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
    Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

pricing (en)

Πηγές[επεξεργασία]