prilabora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

prilabora < prilabor- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική prilabora prilaboraj
αιτιατική prilaboran prilaborajn

prilabora (eo)

la prilabora kapablo de petrolo estas 3 milionoj da tunoj jare
la prilabora industrio por eksporto