problem-solver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
problem-solver | problem-solvers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
problem-solver (en)
- που λύνει προβλήματα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- problem-solve
- problem-solving (ουσιαστικό)
Πηγές[επεξεργασία]
- problem-solver - Cambridge Dictionary online