procès
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
procès | procès |
procès (fr) αρσενικό
- η δίκη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
procès | procès |
procès (fr) αρσενικό