propono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- propono
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propono | proponoj |
αιτιατική | proponon | proponojn |
propono (eo)
- Lia propono estas tre interesa.
- Η πρόταση του είναι πολύ καλή ενδιαφέρουσα.