prostituisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prostituisto | prostituistoj |
αιτιατική | prostituiston | prostituistojn |
prostituisto (eo)
- ο σωματέμπορος, ο μαστροπός