prototype
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prototype | prototypes |
prototype (fr) αρσενικό
- το πρωτότυπο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
prototype | prototypes |
prototype (fr) αρσενικό